- αγονάτιστος
- -η, -οαυτός που δε γονάτισε ή δε δέχεται να γονατίσει, αλύγιστος: Με όλες τις πιέσεις έμενε αγονάτιστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγονάτιστος — η, ο [γονατίζω] 1. αυτός που δεν γονάτισε 2. μτφ. αυτός που δεν υπέκυψε, δεν κάμφθηκε ηθικά ή σωματικά, άκαμπτος, αλύγιστος … Dictionary of Greek